ἀπονέμοντας

ἀπονέμοντας
ἀπονέμω
portion out
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιθύνω — (ΑΜ ἰθύνω) [ιθύς] 1. κάνω κάτι ευθύ, ευθυγραμμίζω, ισιώνω 2. κυβερνώ, διοικώ 3. (η μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ιθύνοντες αυτοί που κυβερνούν, οι επικεφαλής νεοελλ. διευθύνω, δίνω κατευθύνσεις που καθορίζουν και τη ζωή τών άλλων (α. «ο… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Κλεοπάτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Βορέα και της κόρης του Ερεχθέα Ωρειθυίας, σύζυγος του βασιλιά της Θράκης Φινέα και μητέρα του Πληξίππου και του Πανδίονα. Ο Φινέας την έδιωξε και παντρεύτηκε την Ιδαία, η οποία φυλάκισε την προκάτοχό της …   Dictionary of Greek

  • βαθμολογώ — ησα, ήθηκα, βαθμολογημένος 1. αξιολογώ την πρόοδο ή τα αποτελέσματα της προσπάθειας κάποιου απονέμοντάς του βαθμό: Βαθμολογήθηκε με άριστα στο τέλος της εξέτασης. 2. χαράζω βαθμολογική κλίμακα: Το θερμόμετρο είναι βαθμολογημένο με την κλίμακα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”